λωτοειδής

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ές,

   A lotus-like (signf. III. I), Thphr.HP4.2.12.

Greek (Liddell-Scott)

λωτοειδής: -ές, πρὸς λωτὸν ὅμοιος (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.

Greek Monolingual

-ές (Α λωτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής].