ές,
A lotus-like (signf. III. I), Thphr.HP4.2.12.
λωτοειδής: -ές, πρὸς λωτὸν ὅμοιος (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.
-ές (Α λωτοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με λωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής].