λωτοειδής

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοειδής Medium diacritics: λωτοειδής Low diacritics: λωτοειδής Capitals: ΛΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lōtoeidḗs Transliteration B: lōtoeidēs Transliteration C: lotoeidis Beta Code: lwtoeidh/s

English (LSJ)

λωτοειδές, lotus-like (signf. III. I), Thphr. HP 4.2.12.

Greek (Liddell-Scott)

λωτοειδής: -ές, πρὸς λωτὸν ὅμοιος (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.

Greek Monolingual

-ές (Α λωτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής].

German (Pape)

ές, lotosartig, Theophr.