μαυσωλείο
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῑον)
1. μεγαλοπρεπής τάφος του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό
2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος.