ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ματαιοκηρυξία: ἡ, μάταιον κήρυγμα, Νικήτ. Βυζ. σ. 756C.
ματαιοκηρυξία, ἡ (Μ)μάταιο κήρυγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κήρυξις.