μελισσότευκτος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A made by bees, κηρία Pi.Fr.152.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.

English (Slater)

μελισσότευκτος
   1 made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.

Greek Monolingual

μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].