μελιττοτρόφος
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
French (Bailly abrégé)
att. c. μελισσοτρόφος.
Greek Monolingual
μελιττοτρόφος, -ον (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσοτρόφος.
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
att. c. μελισσοτρόφος.
μελιττοτρόφος, -ον (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσοτρόφος.