μέσον

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

τό,

   A v. μέσος III and V.

Greek (Liddell-Scott)

μέσον: τό, ἴδε ἐν λ. μέσος ΙΙΙ καὶ V.

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM μέσον)
βλ. μέσο.———————— (II)
το
φυσ.-χημ. κάθε ουσία στο εσωτερικό της οποίας συντελείται ένα φυσικό ή χημικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ορισμένες ιδιότητες (α. «όξινο μέσον»
6. «οξειδωτικό μέσον» γ. «διαθλαστικό μέσον»).