μέσον
English (LSJ)
τό,
A v. μέσος III and V.
Greek (Liddell-Scott)
μέσον: τό, ἴδε ἐν λ. μέσος ΙΙΙ καὶ V.
Greek Monolingual
(I)
το (ΑM μέσον)
βλ. μέσο.———————— (II)
το
φυσ.-χημ. κάθε ουσία στο εσωτερικό της οποίας συντελείται ένα φυσικό ή χημικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ορισμένες ιδιότητες (α. «όξινο μέσον»
6. «οξειδωτικό μέσον» γ. «διαθλαστικό μέσον»).