μετεμψυχώνω

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μετεμψυχῶ, -όω)
1. μεταβιβάζω την ψυχή από ένα σώμα σε άλλο
2. (συν. το μέσ.) μετεμψυχώνομαι, μετεμψυχούμαι, -όομαι
μετά τον θάνατό μου μετενσαρκώνομαι ως ψυχή στο σώμα άλλου ανθρώπου ή και ζώου
νεοελλ.
(το μέσ.) μτφ. λαμβάνω νέα ζωτικότητα.