μετεμψυχώνω
From LSJ
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
Greek Monolingual
(ΑΜ μετεμψυχῶ, -όω)
1. μεταβιβάζω την ψυχή από ένα σώμα σε άλλο
2. (συν. το μέσ.) μετεμψυχώνομαι, μετεμψυχούμαι, -όομαι
μετά τον θάνατό μου μετενσαρκώνομαι ως ψυχή στο σώμα άλλου ανθρώπου ή και ζώου
νεοελλ.
(το μέσ.) μτφ. λαμβάνω νέα ζωτικότητα.