μετεωρογράφος

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
(μετεωρ.) α) αυτός που ασχολείται με τη μετεωρογραφία
β) όργανο που καταγράφει αυτόματα τις τιμές δύο ή περισσότερων μετεωρολογικών στοιχείων.