μηλάγριον: τό, = ἄγριον μῆλον, κοινῶς «ἀγριόμηλον», Κύριλλ. Μον. ἐν βίῳ Ἰω. Σιλέντ., Actt. SS. Maii t. 3. σ. 18, 38.
μηλάγριον, τὸ (ΑΜ)άγριο μήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (Ι) + ἄγριον (πρβλ. μελε-άγριον)].