μικρόβιο

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
βιολ.
μονοκύτταρος μικροοργανισμός και ειδικότερα εκείνος που προκαλεί ζυμώσεις ή μολυσματικές νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., γαλλ. microbe < μικρ(ο)- + βίος.