μονοκύτταρος

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονοκύτταρο
βιολ. ο μεγαλύτερος τύπος λευκοκυττάρου του αίματος με διάμετρο 15-22 μικρόμετρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει 3%-8% του συνόλου τών λευκοκυττάρων της κυκλοφορίας.