ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλ-άρα, μουλ-άρα)].