μονοκύτταρος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονοκύτταρο
βιολ. ο μεγαλύτερος τύπος λευκοκυττάρου του αίματος με διάμετρο 15-22 μικρόμετρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει 3%-8% του συνόλου τών λευκοκυττάρων της κυκλοφορίας.