μισθολόγιο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. πίνακας μισθών τών υπαλλήλων μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης
2. (κατ' επέκτ.) η κλίμακα τών μισθών τών υπαλλήλων κατά κλάδους («το μισθολόγιο τών εκπαιδευτικών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -λόγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].