ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος«μολυβδῑτις» (ενν. άμμος)είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.