μοναύλιος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 201] allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.
Greek (Liddell-Scott)
μοναύλιος: -ον, μονήρης, πρὸς τὸν μοναύλιον ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ μάρτυς, πρβλ. Φιλόστ. 484Α.
Greek Monolingual
μοναύλιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o)- + αὔλιος (< αὐλή)].