μικροτέχνημα
From LSJ
ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
Greek Monolingual
το
μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τέχνημα (< -τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά].