μνήστευση
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
η (Α μνήστευσις) μνηστεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μνηστεύω, η μνηστεία.