μπόλιασμα

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

το μπολιάζω
1. εμβολιασμός
2. (σχετικά με δένδρο) εγκεντρισμός
3. συνεκδ. κάθε μπολιασμένο δένδρο πριν να αναπτυχθεί
4. μτφ. μετάδοση ιδεών ή αισθημάτων με έντεχνο τρόπο.