μπόλιασμα
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
το μπολιάζω
1. εμβολιασμός
2. (σχετικά με δένδρο) εγκεντρισμός
3. συνεκδ. κάθε μπολιασμένο δένδρο πριν να αναπτυχθεί
4. μτφ. μετάδοση ιδεών ή αισθημάτων με έντεχνο τρόπο.