νάννη
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
[Seite 228] ἡ, = νέννα, Hesych.
νάννη: «μητρὸς ἀδελφὴ» Ἡσύχ., ἴδε νέννος.
νάννη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μητρὸς ἀδελφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του νάννα].