μυοκλονία

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύντομη ακούσια συστολή τμήματος ή ολόκληρου μυός, ακόμη και ομάδας μυών, με ορατή ή μη ορατή μετακίνησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myoclonie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -κλονία < -κλόνος < κλονώ / κλονίζω)].