μυοκλονία

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύντομη ακούσια συστολή τμήματος ή ολόκληρου μυός, ακόμη και ομάδας μυών, με ορατή ή μη ορατή μετακίνησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myoclonie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -κλονία < -κλόνος < κλονώ / κλονίζω)].