ξυλολάτρης
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
ξυλολάτρης, ὁ (Μ)
(ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλο-λάτρης)].