μυκτηριασμός
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
Greek Monolingual
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.