μυκτηριασμός
From LSJ
English (LSJ)
v. μυκτηρισμός Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
Greek Monolingual
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.
Full diacritics: μυκτηριασμός | Medium diacritics: μυκτηριασμός | Low diacritics: μυκτηριασμός | Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: myktēriasmós | Transliteration B: myktēriasmos | Transliteration C: myktiriasmos | Beta Code: mukthriasmo/s |
v. μυκτηρισμός Gloss.
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.