μυκτηριασμός
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
v. μυκτηρισμός Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.
Greek Monolingual
μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.