μυκτηριασμός

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηριασμός Medium diacritics: μυκτηριασμός Low diacritics: μυκτηριασμός Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: myktēriasmós Transliteration B: myktēriasmos Transliteration C: myktiriasmos Beta Code: mukthriasmo/s

English (LSJ)

v. μυκτηρισμός Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριασμός: ὁ, = μυκτηρισμός, μεταγεν.

Greek Monolingual

μυκτηριασμός, ὁ (Α)
βλ. μυκτηρισμός.