νυμφαγέτης
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek (Liddell-Scott)
νυμφᾱγέτης: -ου, ὁ ἡγέτης τῶν νυμφῶν, ἐπιθετ. τοῦ Ποσειδῶνος, Cornut. N. D. 22.
Greek Monolingual
νυμφογέτης και νυμφηγέ
της, ὁ (Α)
(προσωνυμία για τον Ποσειδώνα και για τον Πάνα) ηγέτης τών Νυμφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + ἁγέτης / ἡγέτης.