οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
-ο, θηλ. και -α, και μυρόβολος, -η, -ο αυτός που διαχέει ευωδιά μύρου, ο αρωματικός, ο ευωδιαστός («με μυροβόλα λευκά φτερά», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βολος (< βάλλω)].