εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
και βάβω και βάβα, η
1. γιαγιά, μάμμη
2. (κατ' επέκτ.) πολύ γριά γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. babo, κλητ. του baba «γριά»].