γριά

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

η (AM γραῖα, Α και γραῦς και γρηΰς)
ηλικιωμένη γυναίκα
νεοελλ.
1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά
2. τηγανίτα
3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» — έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις
β) «έμαθ' η γρια στα σύκα και μπαινόβγαινε και ζήτα» — δύσκολα αποβάλλεται μια έξη η οποία φέρνει ευχαρίστηση
γ) «γλυκάθηκε η γριά στα σύκα και θα φάει και τα συκόφυλλα» — παρασύρεται κάποιος σε υπερβολές από τις επιθυμίες του
δ) «όταν τήν έπαθε —ή όταν φιλήθηκε— η γριά, μαντάλωνε» — για όποιον συνετίζεται αφού πάθει το κακό
αρχ.
1. ο αφρός ή πέτσα που σχηματίζεται στο γάλα κατά τον βρασμό
2. αἱ Γραῖαι
θυγατέρες του Φόρκυος και της Κητούς, οι οποίες γεννήθηκαν με άσπρα μαλλιά
3. «γραῖαι δαίμονες» — οι Ευμενίδες
4. ως επίθ. γέρικος, γερασμένος («γραῖα ἀκάνθη, ἔρεικος, ὠλένη, χείρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ουσ. γραυς συνδέεται με τα γέρων, γέρας κ.λπ., χωρίς όμως να έχει ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Ανάγεται δηλ. στο IE gr-2- και υποστηρίχτηκε ότι σχηματίζεται με επίθημα -yu- (πρβλ. υιύς). Επομένως το γρηϋς (επικ. και ιων. τ. του γραυς (θα ξεκίνησε ως αρχικός αφηρημένος σχηματισμός με τη σημ. «γήρας», το αντίθετο του υιύς, για το οποίο έχει υποτεθεί αρχική σημ. «γέννηση». Κατ' άλλους, το -υ- είναι αρχαία παρέκταση, που απαντά επίσης στο αβεστ. zaurvan- «γήρας», αρμ. cer-oyt «γήρας», αρχ. ινδ. jarūtha-. Ο τ. γραία < γραῖFα < γρᾱF-ιᾰ κατά τα θηλυκά σε -. To νεοελλ. γριά < αρχ. γραία, με συνίζηση.
ΠΑΡ. γραώδης
αρχ.
γραΐζω, γραιούμαι, γραίος
νεοελλ.
γριίστικος, γριούλα, γρίτσα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γραολογία
αρχ.
γραοσόβης, γραοσυλλέκτρια
μσν.
γραοπρεπής, γραοτρεφής, γραόφιλος
νεοελλ.
γραιοκομείο, γραολόγημα, γραόμορφος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. εσχατόγρια, ζαρόγρια, κακόγρια, καλόγρια, κουτσόγρια, μουστόγρια, μπαμπόγρια, παλιόγρια, σκατόγρια, χαζόγρια].

Translations

old woman

Abaga: a·ntenanai; Albanian: plakë, grua e vjeter; Arabic: عَجُوز; Armenian: պառավ; Aromanian: moashi, babã, oamã; Azerbaijani: qarı, nənə, yaşlı qadın, qoca arvad, ağbirçək; Bashkir: әбей, инәй, ҡарсыҡ; Basque: atso; Belarusian: старая, баба, старушка; Bulgarian: старица; Burmese: အဘွားကြီး, အမယ်ကြီး, အဘွားအို; Cherokee: ᎠᎦᏴᎵᎨᎢ; Chinese Dungan: лопәр, лопәзы; Mandarin: 老婦人, 老妇人, 老太太, 老大媽, 老大妈, 老太婆, 老婦, 老妇, 老嫗, 老妪; Crimean Tatar: qurtqa; Czech: stařena; Dutch: oude vrouw, ouwe vrouw; Estonian: vanaeit; Evenki: атыркан; Finnish: akka; French: vieille, vieille dame, vieille femme; Galician: vella; Georgian: მოხუცი; German: alte Frau, Alte, Greisin, Seniorin; Greek: γριά; Ancient Greek: γρᾴδιον, γραία, γραῖα, γραίδιον, γραΐδιον, γραίη, γραΐς, γραῦς, γρηΰς, γρηῦς, γυνὴ γραῦς, δαλλώ, κύβηξ, πρεσβῦτις, σάρον, τηθία; Hindi: बुढ़िया; Hungarian: öregasszony; Indonesian: ibu tua; Ingrian: ämmä, ämmö, akka, staruhha; Irish: seanbhean, seanchailleach; Japanese: お婆さん, ばばあ, 老婆; Kazakh: кемпір; Khmer: អ្នកចាស់; Korean: 노파(老婆), 로파(老婆), 노부인(老婦人), 로부인(老婦人), 할머니; Kurdish Central Kurdish: پیرەژن, پیرێژن; Kyrgyz: кемпир; Latin: vetula, anus; Latvian: vecene; Ligurian: vêgia; Lithuanian: senė, senutė, senelė; Macedonian: старица; Malayalam: വൃദ്ധ, വയോധിക; Mon: လ ဗြဴ; Mongolian Cyrillic: эмгэн; Northern Ohlone: kétnéts; Ojibwe: mindimooyenh; Persian: پیرزن; Polabian: bobo; Polish: staruszka, baba, babcia, starucha; Portuguese: velha, idosa, anciã; Quechua: chakwas, paya, cakwan; Romanian: bătrână, babă; Russian: старуха, старушка, старица, бабушка, баба, бабка, пожилая женщина; Scots: cailleach, auld wife; Scottish Gaelic: cailleach; Serbo-Croatian Cyrillic: ста̏рица; Roman: stȁrica; Slovak: starena; Slovene: starka; Sorbian Lower Sorbian: baba; Southern Altai: куртуйак, тайнеш, таай эне; Spanish: vieja, anciana, viejita, viejecita, señora mayor; Swedish: gumma; Tajik: пиразан, кампир, аҷуза; Taos: łȉwʼȕʼúna; Telugu: వృద్ధురాలు; Thai: แม่แก่, ยายแก่, หญิงแก่; Turkish: teyze; Ukrainian: стара, старуха, баба, старушка; Uyghur: خوتۇن, ئايلا, ئاپا, ئانا; Uzbek: kampir; Vietnamese: bà lão, bà già