μπαρμπέρης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
και μπερμπέρης, ο (Μ μπαρμπέρης και μπαρμπιέρης)
κουρέας
νεοελλ.
παροιμ. «είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια» — πρόθυμοι υπάρχουν πολλοί να ασχοληθούν με εύκολα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbiere < λατ. barba «γένι»].