μπελ

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

το
άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης της έντασης τών ήχων, η οποία έχει ως σύμβολο το Β.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bel, από το όνομα του Graham Bell].