τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
τοάκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης της έντασης τών ήχων, η οποία έχει ως σύμβολο το Β.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bel, από το όνομα του Graham Bell].