μπελ

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monolingual

το
άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης της έντασης τών ήχων, η οποία έχει ως σύμβολο το Β.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bel, από το όνομα του Graham Bell].