μπουρλότο

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

το
1. πυρπολικό πλοίο
2. φρ. α) «έγινα μπουρλότο» — άναψα από τον θυμό μου εξοργίστηκα
β) «βάζω μπουρλότο» — ανάβω φωτιά, κάνω εμπρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο» < γαλλ. brulot < bruler «καίω»].