μπουρμπουλήθρα

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η
1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού
2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες
μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες
3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλ-ήθρα)].