Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
μπράτσα και πράτσα, ἡ (Μ)είδος σχοινιού που συγκρατεί τον κερουλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. braza].