μυρμηκοφαγίδες
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
οι
ζωολ. οικογένεια θηλαστικών που περιλαμβάνει ζώα με επιμήκη ουρά, κεφαλή και ρύγχος, χωρίς δόντια, τα οποία τρέφονται με τερμίτες και μυρμήγκια που συλλαμβάνουν με την επιμήκη, σκωληκοειδή γλώσσα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrmicophagidae < myrmicophagus (βλ. λ. μυρμηκοφάγος)].