νεφόβλητος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
νεφόβλητος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό-βλητος].