νεφούμαι
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
νεφοῡμαι, -όομαι (Α) νέφος
1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.