θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
και νεφρώμιο, τοβοτ. γένος δισκολειχήνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephroma (< νεφρο- + -ωμα)].