νέφρωση

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

η
ιατρ. παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις εκφυλιστικές παθήσεις τών νεφρών χωρίς φλεγμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrosis (< νεφρο- + -ωση)].