Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
νοϊκός: -ή, -όν, = νοερός, Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 31, 6.
νοϊκός, -ή, -όν (Μ)
ο του νου, αυτός που αναφέρεται στον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ικός].