νηλιφής

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.

Greek Monolingual

νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής].