νηλιφής
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.
νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής].