νοσολογία

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

η
ιατρ. κλάδος της ιατρικής ο οποίος περιγράφει γενικά και κατατάσσει συστηματικά τις νόσους με βάση ορισμένα κριτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosology < νόσος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη].