νεφοσκεπής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
(για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο].