ντεσιμπέλ

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

το
άκλ. μονάδα μέτρησης της έντασης του ήχου που ισοδυναμεί με το ένα δέκατο του μπελ και συμβολίζεται ως dB.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decibel < deci- (< λατ. decimus «δέκατος» < λατ. decem «δέκα») + bel (από το όν. του Αlexander Graham Bell, εφευρέτη του τηλεφώνου)].