νταούλι
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
και νταβούλι, και ταούλι, το (Μ νταούλι και ταβούλι)
1. μουσ. είδος παραδοσιακού οργάνου με χαρακτηριστικό βροντερό ήχο, το οποίο μοιάζει με τύμπανο αλλά είναι μεγαλύτερων διαστάσεων, αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο καλυμμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα τεντωμένο με σχοινί και παίζεται με δύο ειδικά φτειαγμένα ξύλινα πλήκτρα
2. φρ. «έγινα νταούλι»
μτφ. πρήστηκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davul + υποκορ. κατάλ. -ι(ον)].