νταούλι

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

και νταβούλι, και ταούλι, το (Μ νταούλι και ταβούλι)
1. μουσ. είδος παραδοσιακού οργάνου με χαρακτηριστικό βροντερό ήχο, το οποίο μοιάζει με τύμπανο αλλά είναι μεγαλύτερων διαστάσεων, αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο καλυμμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα τεντωμένο με σχοινί και παίζεται με δύο ειδικά φτειαγμένα ξύλινα πλήκτρα
2. φρ. «έγινα νταούλι»
μτφ. πρήστηκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davul + υποκορ. κατάλ. -ι(ον)].