νυκτοφαίνουσα
English (LSJ)
ἡ, =
A Nocticula, i.e. Noctiluca, Gloss.
Greek Monolingual
νυκτοφαίνουσα, ἡ (Α)
αυτή που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαίνω / φαίνομαι].
ἡ, =
A Nocticula, i.e. Noctiluca, Gloss.
νυκτοφαίνουσα, ἡ (Α)
αυτή που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φαίνω / φαίνομαι].